- τεμαχηδόν
- parça parça, parçalar halinde
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τεμαχηδόν — Ν επίρρ. σε τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
τεμαχί — Α επίρρ. τεμαχηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ἀτιμωρητ ί)] … Dictionary of Greek